Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατακερματίζω
κατακερματισμός
κατακερτομέω
κατακερχνόομαι
κατακεύθομαι
κατακέφαλα
κατακεφάλαιον
κατακηλέω
κατακηλητικός
κατακηλιδόω
κατακήομεν
κατακηρόω
κατακηρύσσω
κατακίκκας
κατακινέω
κατακίρνημι
κατακισηρίζω
κατακισσᾶν
κατάκισσος
κατακλαδαίνω
κατάκλαδος
View word page
κατακήομεν
κατακήομεν,
A). v. κατακαίω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατακήομεν
Headword (normalized):
κατακήομεν
Headword (normalized/stripped):
κατακηομεν
IDX:
54139
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54140
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατακήομεν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">κατακαίω</span> .</div> </div><br><br>'}