Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατακερκίζω
κατακερματίζω
κατακερματισμός
κατακερτομέω
κατακερχνόομαι
κατακεύθομαι
κατακέφαλα
κατακεφάλαιον
κατακηλέω
κατακηλητικός
κατακηλιδόω
κατακήομεν
κατακηρόω
κατακηρύσσω
κατακίκκας
κατακινέω
κατακίρνημι
κατακισηρίζω
κατακισσᾶν
κατάκισσος
κατακλαδαίνω
View word page
κατακηλιδόω
κατακηλῑδόω, strengthd. for κηλιδόω, v.l. in D.C. Fr. 39.7 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατακηλιδόω
Headword (normalized):
κατακηλιδόω
Headword (normalized/stripped):
κατακηλιδοω
IDX:
54138
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54139
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατακηλῑδόω</span>, strengthd. for <span class="foreign greek">κηλιδόω</span>, v.l. in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.C.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Fr.</span> 39.7 </span>.</div><br><br>'}