Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατακεραστικός
κατακεραυνόω
κατακερδαίνω
κατακερκίζω
κατακερματίζω
κατακερματισμός
κατακερτομέω
κατακερχνόομαι
κατακεύθομαι
κατακέφαλα
κατακεφάλαιον
κατακηλέω
κατακηλητικός
κατακηλιδόω
κατακήομεν
κατακηρόω
κατακηρύσσω
κατακίκκας
κατακινέω
κατακίρνημι
κατακισηρίζω
View word page
κατακεφάλαιον
κατακεφάλαιον [φᾰ], τό,
A). poll-tax, dub. in PTeb. 119.6 (ii B.C.).


ShortDef

poll-tax

Debugging

Headword:
κατακεφάλαιον
Headword (normalized):
κατακεφάλαιον
Headword (normalized/stripped):
κατακεφαλαιον
IDX:
54135
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54136
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατακεφάλαιον</span> <span class="pron greek">[φᾰ]</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">poll-tax</span>, dub. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PTeb.</span> 119.6 </span> (ii B.C.).</div> </div><br><br>'}