Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατακέρασις
κατακεραστέον
κατακεραστικός
κατακεραυνόω
κατακερδαίνω
κατακερκίζω
κατακερματίζω
κατακερματισμός
κατακερτομέω
κατακερχνόομαι
κατακεύθομαι
κατακέφαλα
κατακεφάλαιον
κατακηλέω
κατακηλητικός
κατακηλιδόω
κατακήομεν
κατακηρόω
κατακηρύσσω
κατακίκκας
κατακινέω
View word page
κατακεύθομαι
κατακεύθομαι,
A). to be hidden, εἰς δνοφερὸν τύμβον AP 15.29 (Ignat.).


ShortDef

to be hidden

Debugging

Headword:
κατακεύθομαι
Headword (normalized):
κατακεύθομαι
Headword (normalized/stripped):
κατακευθομαι
IDX:
54133
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54134
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατακεύθομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be hidden</span>, <span class="quote greek">εἰς δνοφερὸν τύμβον</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 15.29 </span> (Ignat.).</div> </div><br><br>'}