Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατακεντρόομαι
κατακέραμα
κατακεράννυμι
κατακέρασις
κατακεραστέον
κατακεραστικός
κατακεραυνόω
κατακερδαίνω
κατακερκίζω
κατακερματίζω
κατακερματισμός
κατακερτομέω
κατακερχνόομαι
κατακεύθομαι
κατακέφαλα
κατακεφάλαιον
κατακηλέω
κατακηλητικός
κατακηλιδόω
κατακήομεν
κατακηρόω
View word page
κατακερματισμός
κατακερματ-ισμός, ,
A). dividing into small parts, Porph. Sent. 35 .


ShortDef

dividing into small parts

Debugging

Headword:
κατακερματισμός
Headword (normalized):
κατακερματισμός
Headword (normalized/stripped):
κατακερματισμος
IDX:
54130
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54131
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατακερματ-ισμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">dividing into small parts</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2034.tlg008:35" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2034.tlg008:35/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Porph.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Sent.</span> 35 </a>.</div> </div><br><br>'}