Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἄμοιρος
ἀμοίχευτος
ἀμολγάδες
ἀμολγάζει
ἀμολγαῖος
ἀμολγεύς
ἀμολγή
ἀμόλγιον
ἀμολγός
ἀμόλυντος
ἀμόμηλις
ἀμόμφητος
ἀμονάδιστος
ἀμόρα
ἀμορβαῖος
ἀμορβάς
ἀμορβεύς
ἀμορβεύω
ἀμορβίτης
ἀμορβός
ἀμόργεια
View word page
ἀμόμηλις
ἀμόμηλις· ἄπιος, ἀχράς, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀμόμηλις
Headword (normalized):
ἀμόμηλις
Headword (normalized/stripped):
αμομηλις
IDX:
5412
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-5413
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀμόμηλις·</span> <span class="foreign greek">ἄπιος, ἀχράς,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}