Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατακείω
Κατακεκαυμένη
κατακεκλεισμένως
κατακελευσμός
κατακελεύω
κατακενόω
κατακεντέω
κατακέντημα
κατακεντίζω
κατακεντρόομαι
κατακέραμα
κατακεράννυμι
κατακέρασις
κατακεραστέον
κατακεραστικός
κατακεραυνόω
κατακερδαίνω
κατακερκίζω
κατακερματίζω
κατακερματισμός
κατακερτομέω
View word page
κατακέραμα
κατακέραμα,
A). sarta tecta, Gloss.


ShortDef

sarta tecta

Debugging

Headword:
κατακέραμα
Headword (normalized):
κατακέραμα
Headword (normalized/stripped):
κατακεραμα
IDX:
54121
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54122
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατακέραμα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">sarta tecta,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}