Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατακαύσιμος
κατάκαυσις
κατακαύτης
κατακαυχάομαι
κατακαχρύω
κατακεῖαι
κατάκειμαι
κατακείρω
κατακείω
Κατακεκαυμένη
κατακεκλεισμένως
κατακελευσμός
κατακελεύω
κατακενόω
κατακεντέω
κατακέντημα
κατακεντίζω
κατακεντρόομαι
κατακέραμα
κατακεράννυμι
κατακέρασις
View word page
κατακεκλεισμένως
κατακεκλεισμένως, Adv. pf. part. Pass.(κατακλείω)
A). , κ. ἔχειν Hsch. s.v. κατεκλάζετο .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατακεκλεισμένως
Headword (normalized):
κατακεκλεισμένως
Headword (normalized/stripped):
κατακεκλεισμενως
IDX:
54113
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54114
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατακεκλεισμένως</span>, Adv. pf. part. Pass.(<span class="etym greek">κατακλείω</span>)<div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">, κ. ἔχειν</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">κατεκλάζετο</span> .</div> </div><br><br>'}