Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κατάκαυμα
κατακαύσιμος
κατάκαυσις
κατακαύτης
κατακαυχάομαι
κατακαχρύω
κατακεῖαι
κατάκειμαι
κατακείρω
κατακείω
Κατακεκαυμένη
κατακεκλεισμένως
κατακελευσμός
κατακελεύω
κατακενόω
κατακεντέω
κατακέντημα
κατακεντίζω
κατακεντρόομαι
κατακέραμα
κατακεράννυμι
View word page
Κατακεκαυμένη
Κατακεκαυμένη
,
ἡ
,
A).
v.
κατακαίω
:—hence
κατακεκαυμενίτης
οἶνος
, wine from that district,
Str.
13.4.11
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
Κατακεκαυμένη
Headword (normalized):
κατακεκαυμένη
Headword (normalized/stripped):
κατακεκαυμενη
IDX:
54112
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54113
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Κατακεκαυμένη</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">κατακαίω</span> :—hence <span class="orth greek">κατακεκαυμενίτης</span> <span class="foreign greek">οἶνος</span>, wine from that district, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0099.tlg001.perseus-grc1:13:4:11" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0099.tlg001.perseus-grc1:13:4:11/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Str.</span> 13.4.11 </a>.</div> </div><br><br>'}