Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατακάρπωσις
κατακαρφής
κατακάρφω
κατάκασσα
κατάκαυμα
κατακαύσιμος
κατάκαυσις
κατακαύτης
κατακαυχάομαι
κατακαχρύω
κατακεῖαι
κατάκειμαι
κατακείρω
κατακείω
Κατακεκαυμένη
κατακεκλεισμένως
κατακελευσμός
κατακελεύω
κατακενόω
κατακεντέω
κατακέντημα
View word page
κατακεῖαι
κατακεῖαι, κατα-κείομεν,
A). v. κατακαίω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατακεῖαι
Headword (normalized):
κατακεῖαι
Headword (normalized/stripped):
κατακειαι
IDX:
54108
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54109
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατακεῖαι</span>, <span class="orth greek">κατα-κείομεν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">κατακαίω</span> .</div> </div><br><br>'}