Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατακάρπιον
κατάκαρπος
κατακαρπόω
κατακάρπωσις
κατακαρφής
κατακάρφω
κατάκασσα
κατάκαυμα
κατακαύσιμος
κατάκαυσις
κατακαύτης
κατακαυχάομαι
κατακαχρύω
κατακεῖαι
κατάκειμαι
κατακείρω
κατακείω
Κατακεκαυμένη
κατακεκλεισμένως
κατακελευσμός
κατακελεύω
View word page
κατακαύτης
κατα-καύτης, ου, ,
A). one who burns (a corpse), Plu. 2.296b .


ShortDef

one who burns

Debugging

Headword:
κατακαύτης
Headword (normalized):
κατακαύτης
Headword (normalized/stripped):
κατακαυτης
IDX:
54105
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54106
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατα-καύτης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one who burns</span> (a corpse), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.296b </span>.</div> </div><br><br>'}