Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατάκαμψις
κατακάρδιος
κατακάρπιον
κατάκαρπος
κατακαρπόω
κατακάρπωσις
κατακαρφής
κατακάρφω
κατάκασσα
κατάκαυμα
κατακαύσιμος
κατάκαυσις
κατακαύτης
κατακαυχάομαι
κατακαχρύω
κατακεῖαι
κατάκειμαι
κατακείρω
κατακείω
Κατακεκαυμένη
κατακεκλεισμένως
View word page
κατακαύσιμος
κατα-καύσιμος, ον,
A). combustible, ξύλα Hsch. s.v. ἄθινα .


ShortDef

combustible

Debugging

Headword:
κατακαύσιμος
Headword (normalized):
κατακαύσιμος
Headword (normalized/stripped):
κατακαυσιμος
IDX:
54103
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54104
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατα-καύσιμος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">combustible</span>, <span class="quote greek">ξύλα</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">ἄθινα</span> .</div> </div><br><br>'}