Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατακαλύπτω
κατακάλυψις
κατακαμαρόω
κατακάμπτω
κατάκαμψις
κατακάρδιος
κατακάρπιον
κατάκαρπος
κατακαρπόω
κατακάρπωσις
κατακαρφής
κατακάρφω
κατάκασσα
κατάκαυμα
κατακαύσιμος
κατάκαυσις
κατακαύτης
κατακαυχάομαι
κατακαχρύω
κατακεῖαι
κατάκειμαι
View word page
κατακαρφής
κατακαρφής, ές,
A). dried, φλοιός (of a turnip) Nic. Fr. 70.9 .


ShortDef

dried

Debugging

Headword:
κατακαρφής
Headword (normalized):
κατακαρφής
Headword (normalized/stripped):
κατακαρφης
IDX:
54099
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54100
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατακαρφής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">dried</span>, <span class="foreign greek">φλοιός</span> (of a turnip) <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Nic.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Fr.</span> 70.9 </span>.</div> </div><br><br>'}