Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κατακαλλύνω
κατακάλυμμα
κατακαλύπτω
κατακάλυψις
κατακαμαρόω
κατακάμπτω
κατάκαμψις
κατακάρδιος
κατακάρπιον
κατάκαρπος
κατακαρπόω
κατακάρπωσις
κατακαρφής
κατακάρφω
κατάκασσα
κατάκαυμα
κατακαύσιμος
κατάκαυσις
κατακαύτης
κατακαυχάομαι
κατακαχρύω
View word page
κατακαρπόω
κατακαρπ-όω
,
A).
offer burnt-sacrifices
, esp.
of fruits
,
Suid.
ShortDef
offer burnt-sacrifices
Debugging
Headword:
κατακαρπόω
Headword (normalized):
κατακαρπόω
Headword (normalized/stripped):
κατακαρποω
IDX:
54097
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54098
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατακαρπ-όω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">offer burnt-sacrifices</span>, esp. <span class="tr" style="font-weight: bold;">of fruits</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div> </div><br><br>'}