Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατακαίω
κατακαλέω
κατακαλλύνω
κατακάλυμμα
κατακαλύπτω
κατακάλυψις
κατακαμαρόω
κατακάμπτω
κατάκαμψις
κατακάρδιος
κατακάρπιον
κατάκαρπος
κατακαρπόω
κατακάρπωσις
κατακαρφής
κατακάρφω
κατάκασσα
κατάκαυμα
κατακαύσιμος
κατάκαυσις
κατακαύτης
View word page
κατακάρπιον
κατακάρπ-ιον, τό,
A). = περικάρπιον , Thphr. HP 4.10.3 codd. (dub. l.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατακάρπιον
Headword (normalized):
κατακάρπιον
Headword (normalized/stripped):
κατακαρπιον
IDX:
54095
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54096
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατακάρπ-ιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">περικάρπιον</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0093.tlg001:4:10:3" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0093.tlg001:4:10:3/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Thphr.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">HP</span> 4.10.3 </a> codd. (dub. l.).</div> </div><br><br>'}