Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατακαῆμεν
κατακαίνυμαι
κατακαίνω
κατακαίριος
κατακαίω
κατακαλέω
κατακαλλύνω
κατακάλυμμα
κατακαλύπτω
κατακάλυψις
κατακαμαρόω
κατακάμπτω
κατάκαμψις
κατακάρδιος
κατακάρπιον
κατάκαρπος
κατακαρπόω
κατακάρπωσις
κατακαρφής
κατακάρφω
κατάκασσα
View word page
κατακαμαρόω
κατακᾰμᾰρόω,
A). cover with a vault, Hsch.


ShortDef

cover with a vault

Debugging

Headword:
κατακαμαρόω
Headword (normalized):
κατακαμαρόω
Headword (normalized/stripped):
κατακαμαροω
IDX:
54091
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54092
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατακᾰμᾰρόω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">cover with a vault</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}