Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταίφλεξ
καταιχμάζω
καταιωρέομαι
κατακαγχάζω
κατακαῆμεν
κατακαίνυμαι
κατακαίνω
κατακαίριος
κατακαίω
κατακαλέω
κατακαλλύνω
κατακάλυμμα
κατακαλύπτω
κατακάλυψις
κατακαμαρόω
κατακάμπτω
κατάκαμψις
κατακάρδιος
κατακάρπιον
κατάκαρπος
κατακαρπόω
View word page
κατακαλλύνω
κατακαλλύνω,
A). clear away, κόπρον IG 11(2).287 A 62 (Delos, iii B.C.).


ShortDef

clear away

Debugging

Headword:
κατακαλλύνω
Headword (normalized):
κατακαλλύνω
Headword (normalized/stripped):
κατακαλλυνω
IDX:
54087
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54088
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατακαλλύνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">clear away</span>, <span class="quote greek">κόπρον</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 11(2).287 </span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">A</span> 62 </span> (Delos, iii B.C.).</div> </div><br><br>'}