Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταιτίασις
καταιτιασμός
καταῖτυξ
καταίφλεξ
καταιχμάζω
καταιωρέομαι
κατακαγχάζω
κατακαῆμεν
κατακαίνυμαι
κατακαίνω
κατακαίριος
κατακαίω
κατακαλέω
κατακαλλύνω
κατακάλυμμα
κατακαλύπτω
κατακάλυψις
κατακαμαρόω
κατακάμπτω
κατάκαμψις
κατακάρδιος
View word page
κατακαίριος
κατακαίριος, ον,
A). = καίριος , Il. 11.439 , AP 9.227 (Bianor).


ShortDef

mortal

Debugging

Headword:
κατακαίριος
Headword (normalized):
κατακαίριος
Headword (normalized/stripped):
κατακαιριος
IDX:
54084
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54085
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατακαίριος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">καίριος</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg001.perseus-grc1:11:439" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg001.perseus-grc2:11.439/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Il.</span> 11.439 </a>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 9.227 </span> (Bianor).</div> </div><br><br>'}