Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταισχύνω
καταΐσχω
καταιτιάομαι
καταιτίασις
καταιτιασμός
καταῖτυξ
καταίφλεξ
καταιχμάζω
καταιωρέομαι
κατακαγχάζω
κατακαῆμεν
κατακαίνυμαι
κατακαίνω
κατακαίριος
κατακαίω
κατακαλέω
κατακαλλύνω
κατακάλυμμα
κατακαλύπτω
κατακάλυψις
κατακαμαρόω
View word page
κατακαῆμεν
κατακαῆμεν, κατακαιέμεν,
A). v. κατακαίω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατακαῆμεν
Headword (normalized):
κατακαῆμεν
Headword (normalized/stripped):
κατακαημεν
IDX:
54081
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54082
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατακαῆμεν</span>, <span class="orth greek">κατακαιέμεν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">κατακαίω</span> .</div> </div><br><br>'}