Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταίρεσις
καταίρω
καταισθάνομαι
καταίσιμος
καταισιμόω
καταίσιος
καταΐσσω
καταϊσχαλέος
καταισχόφιλος
καταισχρεύομαι
καταισχυμμός
καταισχυντήρ
καταισχύνω
καταΐσχω
καταιτιάομαι
καταιτίασις
καταιτιασμός
καταῖτυξ
καταίφλεξ
καταιχμάζω
καταιωρέομαι
View word page
καταισχυμμός
καταισχυμμός, ,
A). shaming, disgrace, Sm. Mi. 2.6 .


ShortDef

shaming, disgrace

Debugging

Headword:
καταισχυμμός
Headword (normalized):
καταισχυμμός
Headword (normalized/stripped):
καταισχυμμος
IDX:
54069
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54070
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταισχυμμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">shaming, disgrace</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Sm.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Mi.</span> 2.6 </span>.</div> </div><br><br>'}