Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταιόνημα
καταιόνησις
καταίρεσις
καταίρω
καταισθάνομαι
καταίσιμος
καταισιμόω
καταίσιος
καταΐσσω
καταϊσχαλέος
καταισχόφιλος
καταισχρεύομαι
καταισχυμμός
καταισχυντήρ
καταισχύνω
καταΐσχω
καταιτιάομαι
καταιτίασις
καταιτιασμός
καταῖτυξ
καταίφλεξ
View word page
καταισχόφιλος
καταισχόφιλος,
A). v. κατασκάφιλος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταισχόφιλος
Headword (normalized):
καταισχόφιλος
Headword (normalized/stripped):
καταισχοφιλος
IDX:
54067
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54068
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταισχόφιλος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">κατασκάφιλος</span> .</div> </div><br><br>'}