Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταιονάω
καταιόνημα
καταιόνησις
καταίρεσις
καταίρω
καταισθάνομαι
καταίσιμος
καταισιμόω
καταίσιος
καταΐσσω
καταϊσχαλέος
καταισχόφιλος
καταισχρεύομαι
καταισχυμμός
καταισχυντήρ
καταισχύνω
καταΐσχω
καταιτιάομαι
καταιτίασις
καταιτιασμός
καταῖτυξ
View word page
καταϊσχαλέος
καταϊσχαλέος, α, ον,
A). = ἰσχαλέος , dub. l. in Od. 19.233 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταϊσχαλέος
Headword (normalized):
καταϊσχαλέος
Headword (normalized/stripped):
καταισχαλεος
IDX:
54066
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54067
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταϊσχαλέος</span>, <span class="itype greek">α</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἰσχαλέος</span> , dub. l. in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg002.perseus-grc1:19:233" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg002.perseus-grc2:19.233/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Od.</span> 19.233 </a>.</div> </div><br><br>'}