Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταικίζω
καταίνεσις
καταινέω
κατάϊξ
καταιονάω
καταιόνημα
καταιόνησις
καταίρεσις
καταίρω
καταισθάνομαι
καταίσιμος
καταισιμόω
καταίσιος
καταΐσσω
καταϊσχαλέος
καταισχόφιλος
καταισχρεύομαι
καταισχυμμός
καταισχυντήρ
καταισχύνω
καταΐσχω
View word page
καταίσιμος
καταίσιμ-ος, ον,
A). = αἴσιμος , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταίσιμος
Headword (normalized):
καταίσιμος
Headword (normalized/stripped):
καταισιμος
IDX:
54062
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54063
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταίσιμ-ος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">αἴσιμος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}