Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταιθαλόω
καταιθύσσω
καταίθω
καταικίζω
καταίνεσις
καταινέω
κατάϊξ
καταιονάω
καταιόνημα
καταιόνησις
καταίρεσις
καταίρω
καταισθάνομαι
καταίσιμος
καταισιμόω
καταίσιος
καταΐσσω
καταϊσχαλέος
καταισχόφιλος
καταισχρεύομαι
καταισχυμμός
View word page
καταίρεσις
καταίρεσις, καταιον-αιρέω, Ion. for καθαίρεσις, -αιρέω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταίρεσις
Headword (normalized):
καταίρεσις
Headword (normalized/stripped):
καταιρεσις
IDX:
54059
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54060
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταίρεσις</span>, <span class="orth greek">καταιον-αιρέω</span>, Ion. for <span class="foreign greek">καθαίρεσις, -αιρέω</span>.</div><br><br>'}