Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταθρῴσκω
καταθυμέω
καταθύμιος
καταθυμοβορέω
καταθύω
καταθωπεύω
καταθωρακίζομαι
καταί
καταιβασία
καταιβάσιος
καταίβασις
καταιβάτης
καταιβάτις
καταιβατός
καταΐγδην
καταιγιδώδης
καταιγίζω
καταιγίς
καταιγισμός
καταιδέομαι
καταιέτια
View word page
καταίβασις
καταί-βᾰσις, εως, , poet. for κατάβασις, AP 11.23 (Antip.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταίβασις
Headword (normalized):
καταίβασις
Headword (normalized/stripped):
καταιβασις
IDX:
54038
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54039
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταί-βᾰσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, poet. for <span class="foreign greek">κατάβασις</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 11.23 </span> (Antip.).</div><br><br>'}