Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταθοινάω
καταθορεῖν
καταθορυβέω
καταθρασύνομαι
κατάθραυσις
κατάθραυστος
καταθραύω
καταθρέω
καταθρηνέω
καταθροέω
καταθρύβω
καταθρυλέω
κατάθρυπτος
καταθρύπτω
καταθρῴσκω
καταθυμέω
καταθύμιος
καταθυμοβορέω
καταθύω
καταθωπεύω
καταθωρακίζομαι
View word page
καταθρύβω
καταθρύβω,
A). = καταθρύπτω, λάγανον Bilabel Ὀψαρτ. p.11 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταθρύβω
Headword (normalized):
καταθρύβω
Headword (normalized/stripped):
καταθρυβω
IDX:
54024
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54025
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταθρύβω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">καταθρύπτω, λάγανον</span> Bilabel <span class="foreign greek">Ὀψαρτ</span>.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:p.11" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:p.11/canonical-url/"> p.11 </a>.</div> </div><br><br>'}