Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταθλέω
καταθλίβω
κατάθλιψις
καταθνῄσκω
καταθνητός
καταθοινάω
καταθορεῖν
καταθορυβέω
καταθρασύνομαι
κατάθραυσις
κατάθραυστος
καταθραύω
καταθρέω
καταθρηνέω
καταθροέω
καταθρύβω
καταθρυλέω
κατάθρυπτος
καταθρύπτω
καταθρῴσκω
καταθυμέω
View word page
κατάθραυστος
κατά-θραυστος, ον,
A). broken in pieces, f.l. in Dsc. 5.87 .


ShortDef

broken in pieces

Debugging

Headword:
κατάθραυστος
Headword (normalized):
κατάθραυστος
Headword (normalized/stripped):
καταθραυστος
IDX:
54019
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54020
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατά-θραυστος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">broken in pieces</span>, f.l. in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 5.87 </span>.</div> </div><br><br>'}