Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταθλάττειν
καταθλάω
καταθλέω
καταθλίβω
κατάθλιψις
καταθνῄσκω
καταθνητός
καταθοινάω
καταθορεῖν
καταθορυβέω
καταθρασύνομαι
κατάθραυσις
κατάθραυστος
καταθραύω
καταθρέω
καταθρηνέω
καταθροέω
καταθρύβω
καταθρυλέω
κατάθρυπτος
καταθρύπτω
View word page
καταθρασύνομαι
καταθρᾰσύνομαι,
A). v. καταθαρσύνω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταθρασύνομαι
Headword (normalized):
καταθρασύνομαι
Headword (normalized/stripped):
καταθρασυνομαι
IDX:
54017
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54018
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταθρᾰσύνομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">καταθαρσύνω</span> .</div> </div><br><br>'}