Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταθήπω
καταθηρατόριον
καταθλάττειν
καταθλάω
καταθλέω
καταθλίβω
κατάθλιψις
καταθνῄσκω
καταθνητός
καταθοινάω
καταθορεῖν
καταθορυβέω
καταθρασύνομαι
κατάθραυσις
κατάθραυστος
καταθραύω
καταθρέω
καταθρηνέω
καταθροέω
καταθρύβω
καταθρυλέω
View word page
καταθορεῖν
καταθορεῖν,
A). v. καταθρῴσκω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταθορεῖν
Headword (normalized):
καταθορεῖν
Headword (normalized/stripped):
καταθορειν
IDX:
54015
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54016
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταθορεῖν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">καταθρῴσκω</span> .</div> </div><br><br>'}