Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατάθεσις
καταθετέον
καταθέω
καταθεωρέω
καταθεώρησις
καταθήγω
καταθήκη
καταθηλύνω
καταθήπω
καταθηρατόριον
καταθλάττειν
καταθλάω
καταθλέω
καταθλίβω
κατάθλιψις
καταθνῄσκω
καταθνητός
καταθοινάω
καταθορεῖν
καταθορυβέω
καταθρασύνομαι
View word page
καταθλάττειν
καταθλάττειν,
A). gloss on φλᾶν , Cyr.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταθλάττειν
Headword (normalized):
καταθλάττειν
Headword (normalized/stripped):
καταθλαττειν
IDX:
54007
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54008
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταθλάττειν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">φλᾶν</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Cyr.</span> </span> </div> </div><br><br>'}