Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατάθερμος
κατάθεσις
καταθετέον
καταθέω
καταθεωρέω
καταθεώρησις
καταθήγω
καταθήκη
καταθηλύνω
καταθήπω
καταθηρατόριον
καταθλάττειν
καταθλάω
καταθλέω
καταθλίβω
κατάθλιψις
καταθνῄσκω
καταθνητός
καταθοινάω
καταθορεῖν
καταθορυβέω
View word page
καταθηρατόριον
καταθηρατόριον,
A). v. καθθηρ- .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταθηρατόριον
Headword (normalized):
καταθηρατόριον
Headword (normalized/stripped):
καταθηρατοριον
IDX:
54006
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54007
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταθηρατόριον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">καθθηρ-</span> .</div> </div><br><br>'}