Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταθερμαίνω
κατάθερμος
κατάθεσις
καταθετέον
καταθέω
καταθεωρέω
καταθεώρησις
καταθήγω
καταθήκη
καταθηλύνω
καταθήπω
καταθηρατόριον
καταθλάττειν
καταθλάω
καταθλέω
καταθλίβω
κατάθλιψις
καταθνῄσκω
καταθνητός
καταθοινάω
καταθορεῖν
View word page
καταθήπω
*καταθήπω,
A). v. κατατέθηπα .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταθήπω
Headword (normalized):
καταθήπω
Headword (normalized/stripped):
καταθηπω
IDX:
54005
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-54006
Key:

Data

{'content': '<div class="entry">*<span class="orth greek">καταθήπω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">κατατέθηπα</span> .</div> </div><br><br>'}