Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταθαρσύνω
καταθεάομαι
καταθεατέον
καταθείω
καταθέλγω
κατάθελξις
κατάθεμα
καταθεματίζω
καταθεμελιόω
κατάθεος
καταθερμαίνω
κατάθερμος
κατάθεσις
καταθετέον
καταθέω
καταθεωρέω
καταθεώρησις
καταθήγω
καταθήκη
καταθηλύνω
καταθήπω
View word page
καταθερμαίνω
κατα-θερμαίνω, strengthd. for θερμαίνω, dub.l. in Philagr. ap. Orib. 5.21.1 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταθερμαίνω
Headword (normalized):
καταθερμαίνω
Headword (normalized/stripped):
καταθερμαινω
IDX:
53995
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53996
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατα-θερμαίνω</span>, strengthd. for <span class="foreign greek">θερμαίνω</span>, dub.l. in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Philagr.</span> </span> ap. <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0722.tlg001:5:21:1" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0722.tlg001:5:21:1/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Orib.</span> 5.21.1 </a>.</div><br><br>'}