καταθεάομαι
καταθε-άομαι,
A). look down upon, watch from above, τὰ γιγνόμενα κ. ἀπὸ λόφου An. 6.5.30 ; κ. εἰς τοὺς πολεμίους ib. 1.8.14 : abs., Cyr. 3.2.1 : generally, contemplate, φορὰς ἄστρων : metaph., with the mind, 2.426d Cyr. 8.2.18 .