καταθαρσέω
καταθαρς-έω, later Att. καταθαρς-θαρρέω,
A). to be confident, in pf. part., ; 1.40.3 κ. τοῖς ὅλοις looking forward confidently to a complete victory, ; 3.86.8 κατεθάρσησεν ὁ λαὸς ἐπὶ τοῖς λόγοις 2 Ch. 32.8 : c. inf., make bold to .. , παρεπιδείκνυσθαι δημοσίᾳ τὸ ἀνοσιούργημα ; 2.220 τοῖς ὕδασι παραδοῦναι σφᾶς αὐτούς . 3.20
3). Pass., to be confirmed, . 9.4.6.5