Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταζητέω
καταζοφόω
καταζυγίς
κατάζυμος
καταζῶ
καταζωμεύω
καταζώννυμι
κατάζωσμα
καταζώστης
καταζωστικός
κατάημι
καταθαλαττόω
καταθάλπω
καταθαμβέομαι
καταθάπτω
καταθαρσέω
καταθαρσύνω
καταθεάομαι
καταθεατέον
καταθείω
καταθέλγω
View word page
κατάημι
κατ-άημι, Ep. aor. part. καταέσσας,
A). = κατακοιμηθείς (cf. ἄεσα), Hsch.: fut. καταήσεται· καταπνεύσει, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατάημι
Headword (normalized):
κατάημι
Headword (normalized/stripped):
καταημι
IDX:
53979
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53980
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατ-άημι</span>, Ep. aor. part. <span class="foreign greek">καταέσσας,</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">κατακοιμηθείς</span> (cf. <span class="foreign greek">ἄεσα</span>), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>: fut. <span class="foreign greek">καταήσεται· καταπνεύσει</span>, Id.</div> </div><br><br>'}