Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταζηλόω
καταζήνασκε
καταζητέω
καταζοφόω
καταζυγίς
κατάζυμος
καταζῶ
καταζωμεύω
καταζώννυμι
κατάζωσμα
καταζώστης
καταζωστικός
κατάημι
καταθαλαττόω
καταθάλπω
καταθαμβέομαι
καταθάπτω
καταθαρσέω
καταθαρσύνω
καταθεάομαι
καταθεατέον
View word page
καταζώστης
κατα-ζώστης, ου, ,
A). girth, strap, Hsch.


ShortDef

girth, strap

Debugging

Headword:
καταζώστης
Headword (normalized):
καταζώστης
Headword (normalized/stripped):
καταζωστης
IDX:
53977
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53978
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατα-ζώστης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">girth, strap</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}