Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταζεύγνυμι
καταζευγοτροφέω
κατάζευξις
καταζηλόω
καταζήνασκε
καταζητέω
καταζοφόω
καταζυγίς
κατάζυμος
καταζῶ
καταζωμεύω
καταζώννυμι
κατάζωσμα
καταζώστης
καταζωστικός
κατάημι
καταθαλαττόω
καταθάλπω
καταθαμβέομαι
καταθάπτω
καταθαρσέω
View word page
καταζωμεύω
καταζωμεύω,
A). sup up, Hsch.


ShortDef

sup up

Debugging

Headword:
καταζωμεύω
Headword (normalized):
καταζωμεύω
Headword (normalized/stripped):
καταζωμευω
IDX:
53974
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53975
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταζωμεύω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">sup up</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}