Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταέννυμι
καταέρρω
καταvελμένος
καταζαίνω
καταζάω
κατάζευγμα
καταζεύγνυμι
καταζευγοτροφέω
κατάζευξις
καταζηλόω
καταζήνασκε
καταζητέω
καταζοφόω
καταζυγίς
κατάζυμος
καταζῶ
καταζωμεύω
καταζώννυμι
κατάζωσμα
καταζώστης
καταζωστικός
View word page
καταζήνασκε
καταζήνασκε,
A). v. καταζαίνω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταζήνασκε
Headword (normalized):
καταζήνασκε
Headword (normalized/stripped):
καταζηνασκε
IDX:
53968
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53969
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταζήνασκε</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">καταζαίνω</span> .</div> </div><br><br>'}