Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταδύω
κατᾴδω
καταδωροδοκέω
καταείδω
καταειμένος
καταείσατο
καταέννυμι
καταέρρω
καταvελμένος
καταζαίνω
καταζάω
κατάζευγμα
καταζεύγνυμι
καταζευγοτροφέω
κατάζευξις
καταζηλόω
καταζήνασκε
καταζητέω
καταζοφόω
καταζυγίς
κατάζυμος
View word page
καταζάω
καταζάω,
A). v. καταζῶ .


ShortDef

to live on

Debugging

Headword:
καταζάω
Headword (normalized):
καταζάω
Headword (normalized/stripped):
καταζαω
IDX:
53962
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53963
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταζάω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">καταζῶ</span> .</div> </div><br><br>'}