Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταδυστής
καταδυσωπέω
κατάδυτος
καταδύω
κατᾴδω
καταδωροδοκέω
καταείδω
καταειμένος
καταείσατο
καταέννυμι
καταέρρω
καταvελμένος
καταζαίνω
καταζάω
κατάζευγμα
καταζεύγνυμι
καταζευγοτροφέω
κατάζευξις
καταζηλόω
καταζήνασκε
καταζητέω
View word page
καταέρρω
καταέρρω, Aeol. for καταίρω, Alc. 41 (tm.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταέρρω
Headword (normalized):
καταέρρω
Headword (normalized/stripped):
καταερρω
IDX:
53959
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53960
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταέρρω</span>, Aeol. for <span class="foreign greek">καταίρω</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0383.tlg001:41" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0383.tlg001:41/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Alc.</span> 41 </a> (tm.).</div><br><br>'}