καταέννυμι
καταέννῡμι or κατ-εινύω, Ep. Verb, not found in the form καθέννυμι because of the digamma, only in impf., aor. Act., and pf. Pass.:—
A). clothe, cover, θριξὶ δὲ πάντα νέκυν καταείνυσαν (aor., v.l. -είνυον ) ; 23.135 νηοὺς αἵματι καπνῷ τε .. κατείνυον H. 2.673 :— Pass., ὄρος καταειμένον ὕλῃ , 13.351 19.431 , h.Merc. 228 , h.Ven. 285 ; ἕδος κ. ὕλῃ h.Ap. 225 .