Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταδυναστεία
καταδυναστεύω
καταδύνω
κατάδυσις
καταδυστής
καταδυσωπέω
κατάδυτος
καταδύω
κατᾴδω
καταδωροδοκέω
καταείδω
καταειμένος
καταείσατο
καταέννυμι
καταέρρω
καταvελμένος
καταζαίνω
καταζάω
κατάζευγμα
καταζεύγνυμι
καταζευγοτροφέω
View word page
καταείδω
καταείδω,
A). v. κατᾴδω . καταειδώς, v. κάτοιδα .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταείδω
Headword (normalized):
καταείδω
Headword (normalized/stripped):
καταειδω
IDX:
53955
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53956
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταείδω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">κατᾴδω</span> . <span class="orth greek">καταειδώς</span>, v. <span class="ref greek">κάτοιδα</span> .</div> </div><br><br>'}