Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταδρέπω
καταδρομή
κατάδρομος
καταδροσίζω
κατάδρυμμα
κατάδρυμος
καταδρύπτω
καταδρυφάσσω
καταδυναστεία
καταδυναστεύω
καταδύνω
κατάδυσις
καταδυστής
καταδυσωπέω
κατάδυτος
καταδύω
κατᾴδω
καταδωροδοκέω
καταείδω
καταειμένος
καταείσατο
View word page
καταδύνω
καταδύνω,
A). v. καταδύω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταδύνω
Headword (normalized):
καταδύνω
Headword (normalized/stripped):
καταδυνω
IDX:
53947
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53948
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταδύνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">καταδύω</span> .</div> </div><br><br>'}