Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταδοχή
καταδράθω
καταδράσσομαι
καταδρέπω
καταδρομή
κατάδρομος
καταδροσίζω
κατάδρυμμα
κατάδρυμος
καταδρύπτω
καταδρυφάσσω
καταδυναστεία
καταδυναστεύω
καταδύνω
κατάδυσις
καταδυστής
καταδυσωπέω
κατάδυτος
καταδύω
κατᾴδω
καταδωροδοκέω
View word page
καταδρυφάσσω
καταδρῠφάσσω,
A). hedge or fence in, Lyc. 239 .


ShortDef

hedge

Debugging

Headword:
καταδρυφάσσω
Headword (normalized):
καταδρυφάσσω
Headword (normalized/stripped):
καταδρυφασσω
IDX:
53944
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53945
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταδρῠφάσσω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">hedge</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">fence in</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyc.</span> 239 </span>.</div> </div><br><br>'}