Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κατάδοσις
καταδουλεύομαι
καταδουλίζω
καταδουλισμός
κατάδουλος
καταδουλόω
καταδούλωσις
καταδουπέω
Κατάδουποι
καταδοχή
καταδράθω
καταδράσσομαι
καταδρέπω
καταδρομή
κατάδρομος
καταδροσίζω
κατάδρυμμα
κατάδρυμος
καταδρύπτω
καταδρυφάσσω
καταδυναστεία
View word page
καταδράθω
καταδράθω,
A). v. καταδαρθάνω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταδράθω
Headword (normalized):
καταδράθω
Headword (normalized/stripped):
καταδραθω
IDX:
53935
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53936
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταδράθω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">καταδαρθάνω</span> .</div> </div><br><br>'}