Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταδοκέω
καταδολεσχέω
καταδοξάζω
κατάδοσις
καταδουλεύομαι
καταδουλίζω
καταδουλισμός
κατάδουλος
καταδουλόω
καταδούλωσις
καταδουπέω
Κατάδουποι
καταδοχή
καταδράθω
καταδράσσομαι
καταδρέπω
καταδρομή
κατάδρομος
καταδροσίζω
κατάδρυμμα
κατάδρυμος
View word page
καταδουπέω
καταδουπέω,
A). fall with a loud heavy sound, crash, aor. 2, τυπεὶς κατέδουπε κεραυνῷ AP 7.637 (Antip.).


ShortDef

to fall with a heavy sound

Debugging

Headword:
καταδουπέω
Headword (normalized):
καταδουπέω
Headword (normalized/stripped):
καταδουπεω
IDX:
53932
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53933
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταδουπέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">fall with a loud heavy sound, crash</span>, aor. 2, <span class="quote greek">τυπεὶς κατέδουπε κεραυνῷ</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 7.637 </span> (Antip.).</div> </div><br><br>'}