Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

καταδίχιον
καταδίψιον
καταδιωκτικός
καταδιώκω
καταδοκέω
καταδολεσχέω
καταδοξάζω
κατάδοσις
καταδουλεύομαι
καταδουλίζω
καταδουλισμός
κατάδουλος
καταδουλόω
καταδούλωσις
καταδουπέω
Κατάδουποι
καταδοχή
καταδράθω
καταδράσσομαι
καταδρέπω
καταδρομή
View word page
καταδουλισμός
καταδουλ-ισμός, ,
A). enslavement, ἅπτεσθαι or ἐφάπτεσθαί τινος ἐπὶ καταδουλισμῷ, GDI 1685.5 , 1686.8 , al. (Delph.).


ShortDef

enslavement

Debugging

Headword:
καταδουλισμός
Headword (normalized):
καταδουλισμός
Headword (normalized/stripped):
καταδουλισμος
IDX:
53928
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53929
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταδουλ-ισμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">enslavement</span>, <span class="foreign greek">ἅπτεσθαι</span> or <span class="foreign greek">ἐφάπτεσθαί τινος ἐπὶ καταδουλισμῷ</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">GDI</span> 1685.5 </span>, <span class="bibl"> 1686.8 </span>, al. (Delph.).</div> </div><br><br>'}