Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
καταδιφρεύω
καταδίχιον
καταδίψιον
καταδιωκτικός
καταδιώκω
καταδοκέω
καταδολεσχέω
καταδοξάζω
κατάδοσις
καταδουλεύομαι
καταδουλίζω
καταδουλισμός
κατάδουλος
καταδουλόω
καταδούλωσις
καταδουπέω
Κατάδουποι
καταδοχή
καταδράθω
καταδράσσομαι
καταδρέπω
View word page
καταδουλίζω
καταδουλ-ίζω
, = foreg.,
IG
9(1).119
(Elatea):— but usu. Med.,
A).
-ίζομαι
GDI
1701.7
, al. (Delph.): aor.
καταδουλίξασθαι
IG
9(1).42
(Stiris).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
καταδουλίζω
Headword (normalized):
καταδουλίζω
Headword (normalized/stripped):
καταδουλιζω
IDX:
53927
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53928
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">καταδουλ-ίζω</span>, = foreg., <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 9(1).119 </span>(Elatea):— but usu. Med., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">-ίζομαι</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">GDI</span> 1701.7 </span> , al. (Delph.): aor. <span class="quote greek">καταδουλίξασθαι</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 9(1).42 </span> (Stiris).</div> </div><br><br>'}