Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κατάδικος
καταδιφθερόω
καταδιφρεύω
καταδίχιον
καταδίψιον
καταδιωκτικός
καταδιώκω
καταδοκέω
καταδολεσχέω
καταδοξάζω
κατάδοσις
καταδουλεύομαι
καταδουλίζω
καταδουλισμός
κατάδουλος
καταδουλόω
καταδούλωσις
καταδουπέω
Κατάδουποι
καταδοχή
καταδράθω
View word page
κατάδοσις
κατάδοσις
,
εως
,
ἡ
,
A).
instalment
of a payment,
POxy.
1632.21
(iv A.D.).
ShortDef
instalment
Debugging
Headword:
κατάδοσις
Headword (normalized):
κατάδοσις
Headword (normalized/stripped):
καταδοσις
IDX:
53925
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-53926
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κατάδοσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">instalment</span> of a payment, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">POxy.</span> 1632.21 </span> (iv A.D.).</div> </div><br><br>'}